κουτσομπολεύω — κουτσομπολεύω, κουτσομπόλεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κουτσομπολεύω — και κουτσομπολιάζω συζητώ και επικρίνω ή διαδίδω, συνήθως κακόβουλα, υποθέσεις τρίτων, κακογλωσσεύω, κακολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. κουτσομπολιάζω] … Dictionary of Greek
κουτσομπολιάζω — κουτσομπολεύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κοψο μπολιάζω, με τροπή τού ψ σε τσ (βλ. και κουτσο ) και κώφωση ( ο > ου )] … Dictionary of Greek
ακουτσομπόλευτος — η, ο [κουτσομπολεύω] αυτός, για τον οποίο δεν έγινε κουτσομπολιό, τού οποίου δεν κακολόγησαν ή δεν σχολίασαν την ιδιωτική ζωή … Dictionary of Greek
γελέκι — και γελέκο και γιλέκο, το και γελέκος, ο 1. ανδρικό ένδυμα χωρίς μανίκια που φοριέται πάνω από το πουκάμισο και κουμπώνει μπροστά 2. τα γελέκια το πανωκόρμι της φουστανέλας 3. φρ. «του κόβω τα γελέκια» τον κουτσομπολεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γελέκι < … Dictionary of Greek
κοτσομπολεύω — βλ. κουτσομπολεύω … Dictionary of Greek
κουσκουσουρεύω — και κουρκουσουρεύω και κορκοσουρεύω [κουσκουσούρης] κουτσομπολεύω, κακολογώ, διαβάλλω … Dictionary of Greek
κουτσομπόλεμα — το [κουτσομπολεύω] κουτσομπολιό … Dictionary of Greek
σχολιάζω — ΝΜ γράφω σχόλια, ερμηνευτικές σημειώσεις σε έργο συγγραφέα, υπομνηματίζω νεοελλ. 1. συνεκδ. κρίνω, γεγονότα, καταστάσεις ή τη συμπεριφορά κάποιων άλλων 2. επικρίνω 3. φρ. «σχολιασμένη έκδοση» έκδοση αρχαίου κειμένου με σχόλια. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
γλωσσεύω — κακολογώ, κουτσομπολεύω: Γλωσσεύει όλους τους γείτονες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)